χειμερινοῦ

χειμερινοῦ
χειμερινός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Neapoli (Kozani) — Stadtgemeinde Neapoli (1986–2010) Δήμος Νεάπολης (Νεάπολη) …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… …   Dictionary of Greek

  • μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον …   Dictionary of Greek

  • ντόμινο — το 1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί 2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες 3. (κατ επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα 4. είδος επιτραπέζιου… …   Dictionary of Greek

  • πάπλωμα — το είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση τού ἅπλωμα] …   Dictionary of Greek

  • τυβί — τὸ, Α άκλ. ονομασία χειμερινού μήνα τών Αιγυπτίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”